κάτοξυ

κάτοξυ
κάτοξυς
very sharp
masc voc sg
κάτοξυς
very sharp
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοξύνειν — κατοξύ̱νειν , κατοξύνω hasten on pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοξυς — κάτοξυς, όξεια, υ (Α) 1. πολύ οξύς 2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.) 3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”